πινακικός

πινακικός
-ή, -όν, ΜΑ [πίναξ, -ακος]
αυτός που γίνεται με πίνακα ή επάνω σε πίνακα (α. «ἐν ταῑς πινακικαῑς ἐκθέσεσιν», Πτολ.)
β. «πινακικὴ τῶν ἀστέρων θεωρία», Παύλ. Αλ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πινακικαῖς — πινακικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πινακικῆς — πινακικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πινακικῇ — πινακικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πινακικῶς — πινακικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”